ἐπενδύτῃ

ἐπενδύτῃ
ἐπενδύτης
robe
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Κορίνθου — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Κορίνθου ιδρύθηκε το 1976, από την Κορίνθια Αλκμήνη Γαρταγάνη Πετροπούλου. Άρχισε να λειτουργεί το 1988, σε ένα νεόδμητο ιδιόκτητο κτίριο, το οποίο χτίστηκε με βάση τα αρχιτεκτονικά σχέδια του ακαδημαϊκού Σόλωνα …   Dictionary of Greek

  • έφαμμα — ἔφαμμα, ατος, τὸ (Α) [εφάπτομαι] ἐφαπτίς*, είδος στρατιωτικού επενδύτη, πανωφοριού …   Dictionary of Greek

  • επαμφιάζω — ἐπαμφιάζω (AM) [αμφιάζω] περιβάλλω με επενδύτη, επενδύω, ντύνω αρχ. περιβάλλω κάτι, καλύπτω, συγκαλύπτω, σκεπάζω …   Dictionary of Greek

  • επενδύνω — ἐπενδύνω (Α) 1. φορώ κάτι επάνω από κάτι άλλο, φορώ επί πλέον 2. ντύνω κάποιον με επενδύτη, τού φοράω πανωφόρι …   Dictionary of Greek

  • επενδύω — (AM ἐπενδύω) νεοελλ. 1. στρώνω, καλύπτω την εσωτερική ή την εξωτερική επιφάνεια ενός αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό 2. καλύπτω με φύλλο ξύλου ή μετάλλου, καπλαντίζω μσν. μέσ. ἐνδύομαι 1. είμαι περιτυλιγμένος («ἀμπέλοις ἐπενδύοντο τὰ… …   Dictionary of Greek

  • ζιπούνι — και ζιμπούνι και τσιμπούνι, το (Μ ζιπούνι και ζιπούνιν και ζιπόνι και ζιπόνιν) 1. είδος κοντού επενδύτη 2. είδος παιδικού εσώρουχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. zipon) …   Dictionary of Greek

  • καβάδι — το [Μ καβάδι(ο)ν και καββάδι(ο)ν] 1. είδος μακριού και ευρύχωρου επενδύτη, ανδρικού και γυναικείου, περσικής ασσυριακής προελεύσεως, άλλ. καφτάνι 2. επενδύτης από χονδρό μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα οικιακής υφάνσεως, που φορούσαν οι οπλίτες αντί… …   Dictionary of Greek

  • καζάκα — η είδος ανδρικού ή, κυρίως, γυναικείου επενδύτη με φαρδιά μανίκια ή χωρίς μανίκια, ιδίως από χοντρό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. casacca] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”